Από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ευρώπη κατά την διαδικασία ενοποίησης που ανέδειξαν και τους νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς της, ήταν ο κοινός καθορισμός των επαγγελματικών πιστοποιήσεων για την διευκόλυνση της διακίνησης των εργαζομένων. Ειδικά σε ότι αφορά τους πανεπιστημιακούς τίτλους, παρά την μέχρι σήμερα έκδοση δύο σχετικών οδηγιών (89/48 και 05/36), τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Κι’ αυτό γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη έχοντας μακρά παράδοση εθνικής εκπαιδευτικής αντίληψης, συνηθισμένα να προσεγγίζουν το θέμα ποιοτικά και παρεμπιπτόντως εργασιακά, με σημαντικές διαφορές στη διάρθρωση των συστημάτων που ακολουθούσαν για εκατονταετίες - αλλού τρία και αλλού πέντε ή έξι χρόνια για την ίδια ειδικότητα, ένας ή δύο χορηγούμενοι μεταπτυχιακοί τίτλοι – κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σε ένα επίπεδο πέραν του εκπαιδευτικού. Αυτό των επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Ήταν επομένως αναμενόμενο
να οδηγηθούν
στην επιβολή του «ελαχίστου» ως επαρκούς.
Με την κοινοτική οδηγία 48 του 1989 που εκδόθηκε από μία επιτροπή
ανταγωνισμού και εμπορίου της ΕΕ και όχι κάποια αντίστοιχη εκπαιδευτική, δεδομένου ότι
η ΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα στα θέματα εκπαίδευσης στα οποία διατηρούν την κυριαρχία τους τα κράτη/μέλη, αναγνωρίζει τα εργασιακά δικαιώματα των πτυχίων που χορηγούνται από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και είναι τουλάχιστον τριετούς διάρκειας. Κάτι που ευνοεί αν δεν φωτογραφίζει το μινιμαλιστικό βρετανικό σύστημα. Η σχετική οδηγία τονίζει ότι δεν ασχολείται με τις ακαδημαϊκές αναγνωρίσεις, αλλά
μόνον με τα επαγγελματικά δικαιώματα εφόσον αυτά ασκούνται πραγματικά σε άλλη χώρα/μέλος στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης των εργαζομένων.
Την ίδια περίοδο στη Μ. Βρετανία τα πολυάριθμα και
ανόμοια μεταξύ τους τριτοβάθμια ιδρύματα, σε αντίθεση με την ομοιομορφία που παρουσιάζεται στην χώρα μας, δεχόμενα από καιρό την επίθεση του Θατσερισμού κλήθηκαν να βρουν νέους τρόπους επιβίωσης. Έχοντας αποκτήσει αρκετή πείρα στις νεοφιλελεύθερες πρακτικές και εκμεταλλευόμενα τα νομοθετικά κενά, απεκδύθησαν κάθε πέπλο ευπρέπειας και έκαναν δύο κρίσιμες κινήσεις. Αναβαθμίσθηκαν όλα «εν μία νυκτί» σε πανεπιστήμια και ορισμένα εξ’ αυτών αντί υψηλού κεφαλικού φόρου αποφάσισαν να
παρέχουν εποπτεία σε εκπαιδευτικού χαραχτήρα εμπορικές επιχειρήσεις εκτός Βρετανίας. Ο κόσμος ζήταγε επαγγελματικά πτυχία, εύκολα και γρήγορα. Ανέλαβαν να ικανοποιήσουν την ζήτηση.
Υπακούοντας στην κατ’ επανάληψη διατυπωθείσα (ακόμη και από το δικό μας ΕΛΙΑΜΕΠ) άποψη, ότι η παιδεία «
εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας» και επομένως πρέπει να υποστηριχθούν αλλαγές στο πλαίσιο των «υπερεθνικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών θεσμών» που να συνδέονται με «την συνολική πορεία των μεταρρυθμίσεων προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση», ο κοινοτικός νομοθέτης με την οδηγία 89/48 χωρίς να θέσει καμία
εκπαιδευτική δικλείδα ασφαλείας, έδωσε την ευκαιρία σε επιχειρηματίες της ΕΕ να δημιουργήσουν τα ΚΕΣ (Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών).
Η λειτουργία τους στηρίζεται τις εξής διαδικασίες:
Θα μπορούσαμε να αντιστοιχίσουμε την παραπάνω πρακτική με το εξής υποθετικό σενάριο. Η BMW δέχεται να ελέγχει μια ινδική εταιρεία παραγωγής τρικύκλων ως προς το αν ακολουθεί πράγματι το πρόγραμμα κατασκευής που η ίδια εταιρεία προτείνει. Με το πιστοποιητικό που εκδίδει, το τρίκυκλο πωλείται στην κοινότητα σαν αυτοκίνητο παραγόμενο από την BMW.
Την «εικονική» αυτή πραγματικότητα το ελληνικό κράτος όχι μόνον αρνήθηκε να ελέγξει, αλλά την
επέτρεψε παραβιάζοντας το άρθρο 16 του συντάγματος. Το πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε, ήταν ότι τα κολέγια αποτελούν εμπορικές επιχειρήσεις
...την εικονική αυτή πραγματικότητα αρνήθηκαν να την ελέγξουν...
και ότι οι σπουδές δεν έχουν πραγματοποιηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους χορηγήσεως του διπλώματος αυτού, αλλά σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Γνώριζε φυσικά ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερτερεί του εθνικού και ότι ήταν θέμα χρόνου η αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής αυτής ιδιορρυθμίας. Γνώριζε επίσης ότι στην ευρύτερη εργασιακή αγορά συμμετείχαν ήδη πάνω από 30.000 πτυχιούχοι κολεγίων, στρεβλώνοντας τον εργασιακό προγραμματισμό που έκανε μέσω του περιορισμού των θέσεων στα δημόσια πανεπιστήμια. Γνώριζε και την ενασχόληση σ’ αυτά εκατοντάδων εκπαιδευτικών, που τους αντιμετώπιζε σαν εμποροϋπαλλήλους!
Την ίδια στρουθοκαμηλική τακτική ακολούθησε και το εκπαιδευτικό κατεστημένο. Προσποιείται μάλιστα ακόμη και σήμερα ο πρύτανης του ΕΜΠ τον έκπληκτο για τις εξελίξεις, παρ’ ότι έχει εκπονηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 μελέτη για τα κολέγια και την λειτουργία τους από ομάδα του Πολυτεχνείου υπό τον καθηγητή Τσαμασφύρο! Ειλικρινέστερος όλων των εμπλεκομένων αποδεικνύεται ο πρόεδρος του Συνδέσμου Κολεγίων Ελλάδος Κ. Καρκανιάς ο οποίος δηλώνει για την πρακτική αυτή:
«Δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τι είδους συμφωνίες είναι αυτές, παρά μόνο ο ενδιαφερόμενος σπουδαστής».Στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν την
για άλλους λόγους αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος, που δεν αφορά άμεσα την λειτουργία και αναγνώριση των ΚΕΣ (όπως έχει παρουσιάσει διεξοδικά η
ρηξη σε προηγούμενα φύλα) η κυβέρνηση και το εκπαιδευτικό κατεστημένο έβγαλαν το θέμα στην επιφάνεια ταχυδακτυλουργικά σαν το κουνέλι μέσα απ’ το καπέλο.
Προκάλεσε η ίδια!!! το 2005 νέα κοινοτική οδηγία (την 36 του 2005) με τροπολογία του
ευρωβουλευτή Χατζηδάκη - πάλι από επιτροπή ανταγωνισμού και εμπορίου - η οποία καλεί την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα εργασιακά δικαιώματα με νόμο που θα έχει καταληκτική ημερομηνία υποβολής τον Οκτώβριο του 2007. Σ’ αυτήν αναφέρεται ότι η αναγνώριση δεν εμπίπτει σε θέματα κυριαρχίας του Ελληνικού κράτους, δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα πτυχία δεν είναι Ελληνικά. Αν η κυβέρνηση έχει αμφιβολίες για την ποιότητά τους, μπορεί να απευθυνθεί στην χώρα που τα χορηγεί για διευκρινήσεις! Η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία επαναλαμβάνεται σε κάθε ένα από τα επτά σημεία της απαγγελθείσας κατηγορίας κατά της χώρας μας για παραβίαση του ελεύθερου ανταγωνισμού, που εκδικάσθηκε ήδη στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο και οδήγησε στην γνωστή καταδικαστική πρόταση του γενικού εισαγγελέα του. Έτσι αδιάφορα από την έκβαση της αναθεώρησης του άρθρου 16 του συντάγματος και την διαμάχη για το αν θα επιτραπεί η ίδρυση ελληνικών ιδιωτικών πανεπιστημίων, η κυβέρνηση οφείλει στην κοινότητα να πάρει μέτρα για τα κολέγια μέσα στους πέντε επόμενους μήνες.
Με βάση πλέον τον ορατό αυτόν «ανταγωνισμό» του Δημοσίου Πανεπιστημίου και την «πλάγια» ιδιωτικοποίηση, που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η επιλογή που θα κάνουν οι μελλοντικοί σπουδαστές θα είναι αυτή της
ευκολότερης απόκτησης ενός πτυχίου που να διασφαλίζει τα εργασιακά δικαιώματα αναγκάζοντας τους πάντες να «χαμηλώσουν τον πήχυ» αν θέλουν να έχουν φοιτητές, προτείνονται «έμμεσα» τα εξής από τον γενικό εισαγγελέα και
δεν θα έχει καμία δικαιολογία η κυβέρνηση αν δεν τα εκμεταλλευθεί.
- Να απαιτηθεί προηγούμενη ακαδημαϊκή και επαγγελματική αναγνώριση του πτυχίου από το κράτος χορήγησής του.Έτσι θα θέσει προ των ευθυνών τους τα κράτη και τα επαγγελματικά τους επιμελητήρια. Είναι συχνό άλλωστε το φαινόμενο, τα χορηγούμενα από τα κολέγια στην χώρα μας πτυχία, να μην είναι αντίστοιχα με αυτά των ξένων πανεπιστημίων που τα εκδίδουν!
- Κατά τον γενικό εισαγγελέα, το (τέως) ΔΙΚΑΤΣΑ είναι αρμόδιο να εξακριβώνει αν ο κάτοχος του διπλώματος διαθέτει την απαραίτητη επαγγελματική πείρα, στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια της εκπαιδεύσεως υπολείπεται κατά ένα τουλάχιστον έτος αυτής που απαιτείται στην Ελλάδα για την άσκηση του ιδίου επαγγέλματος.
- Να ελεγθεί η ακαδημαϊκή λειτουργία των κολεγίων, η επάρκεια και λειτουργικότητα των εγκαταστάσεων τους, καθώς και οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτά.
- Να δημιουργηθούν μηχανισμοί ελέγχου της ακρίβειας των διαφημιζομένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην πλειονότητά τους παραβιάζουν τα όσα ισχυρίζονται ότι παρέχουν στους σπουδαστές τους!
- Να υπάρχει δυνατότητα ενημέρωσης για τα παρεχόμενα πτυχία καθ’ ενός εξ’ αυτών από κατάλληλη εποπτεύουσα διεύθυνση του υπουργείου παιδείας.
Ακολουθώντας τα παραπάνω η κυβέρνηση, θα εξαναγκάσει τα ξένα ιδρύματα να ασκήσουν ουσιαστική εποπτεία, θα εξασφαλίσει αξιοπρεπές διδακτικό προσωπικό και εγκαταστάσεις για τους σπουδαστές-πελάτες των κολεγίων - που δεν παύουν να είναι έλληνες πολίτες με δικαίωμα προστασίας - και θα ελέγξει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στο έδαφός της. Οφείλει άλλωστε να την διασφαλίζει στο έδαφός της, αδιάφορα αν οι υπηρεσίες παρέχονται από ξένο ίδρυμα! Είναι βέβαιο «στους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ» ότι αν ακολουθηθεί η πρακτική αυτή, θα εκτιναχθούν τα δίδακτρα στα ύψη και θα δοκιμασθούν οι πραγματικές προθέσεις επιχειρηματιών και «σπουδαστών».
Αλλά μήπως αυτό δεν θέλει τελικά
η «καλή» μας κυβέρνηση;
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν...
(*)Αναδημοσίευση από την 15-νθήμερη εφημερίδα "ρήξη" της 5 Μαΐου.