Κύπρος. Η πέτρα του Ρωμιού.
«Μέριασε βράχε να διαβώ». Αυτή είναι η «κατηγορική προσταγή» της Αυτοκρατορίας, η επιδίωξη να ανοίξει ο δρόμος της Τουρκίας προς την Ευρώπη, να φύγουν από τη «μέση» τα εμπόδια που λέγονται Κύπρος με κυπριακό, Ελλάδα με ελληνοτουρκικά και Αιγαίο. Αυτή η Θέληση οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν το 2004, αυτή η Θέληση συνδυάζεται τώρα με τη διάσπαση της Κεντροαριστεράς, του μετώπου που στήριξε πολιτικά το «'Οχι», του μετώπου που εξέφρασε τη θέληση του κυρίαρχου λαού, για να απειλήσει και πάλι την ύπαρξη και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κυπριακού ελληνισμού, της ίδιας της Ελλάδας. Το κυπριακό δεν «ξανάνοιξε», τρεις δεκαετίες μετά την εισβολή της Τουρκίας, γιατί ξεσηκώθηκαν τα θύματά της ή γιατί θυμήθηκαν οι πολιτικοί της Αθήνας τις υποχρεώσεις τους. «Ξανάνοιξε» γιατί ζητάει ο Αυτοκράτορας να ανοίξει. 'Έχει μπει πλέον σε δυναμική φάση, ξέφυγε από τη σχετικά «στατική» των τριών προηγούμενων δεκαετιών.
Το Σχέδιο Ανάν εκφράζει την πάγια πολιτική της Αυτοκρατορίας που ποτέ δεν ανέχθηκε την ανεξαρτησία της Κύπρου και της Ελλάδας (βλ. παράρτημα 1) (1). Υλοποιεί την ιδέα περί Δικτατορίας του ναζιστή Καρλ Σμιτ, Δικτατορίας του (Αγγλοαμερικανού) Κυρίαρχου, του «Κράτους των Τριων Ξένων Δικαστών και των Τριών Ξένων Στρατών». Επειδή όμως το πολίτευμα της ίδιας της Αυτοκρατορίας είναι ακόμη δημοκρατικό, δεν μπορεί η ίδια να προτείνει κάτι τέτοιο, για λόγους σεβασμού της ίδιας της δικής της δομής, δεν μπορεί απερίφραστα να υιοθετήσει την συνεπή προς τον εαυτό της ιδεολογία του Σμιτ. Ανήκει στους εκπροσώπους των Ραγιάδων η αμφίβολη τιμή να προτείνουν τέτοια πράγματα (το έκανε το 1973 ο Ευάγγελος Αβέρωφ με τους τρεις ξένους σοφούς στους οποίους πρότεινε να δοθεί η Κύπρος, και μάλιστα με τις ίδιες διαδικασίες επιδιατησίας και ασφυκτικών, «βιαστικών» χρονοδιαγραμμάτων και δημοψηφισμάτων που ανακάλυψε πολύ αργότερα ο Ανάν, το έκαναν οι διαπραγματευτές Αθήνας και Λευκωσίας το 2000-02, που εισήγαγαν, με δική τους πρωτοβουλία, τα εξωφρενικά δικαιώματα του Ανώτατου Δικαστηρίου και των τριών ξένων δικαστών του και χάρηκαν μάλιστα γιατί έγιναν αποδεκτές οι προτάσεις τους! Αυτή είναι η τυπική εικόνα του Μεσαίωνα, αλίμονο, αρκετά συχνή και για τη σχέση του πολιτικού προσωπικού της νεώτερης Ελλάδας έναντι του Δυτικού Επικυρίαρχου, η εικόνα δηλαδή του υποτελούς που εμφανίζεται ενώπιον του Δεσπότη, υποκλίνεται, τίθεται υπό την απόλυτο εξουσία του και ελπίζει στο Έλεός του).
Η μετατροπή της πλειοψηφίας σε μειοψηφία στα όργανα αποφάσεων, ο κεντρικός μετασχηματισμός δηλαδή που επιφέρει το Σχέδιο Ανάν στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο, δεν καταλύει απλώς την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά εισάγει μια κατάσταση παραλογισμού, αδικίας και ασάφειας στο νομικό καθεστώς του νησιού, τον μηχανισμό δηλαδή που επιτρέπει την εξαπόλυση μιας εθνοτικής διαμάχης τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου, όπως οι συμφωνίες του 1960 ενέγραφαν στις νομικές πρόνοιές τους ως δυνατότητα τις διακοινοτικές του 1964 και την εισβολή του 1974. Επειδή η ελληνική πλευρά, και όχι η τουρκοκυπριακή, είναι η πραγματικά πιο αδύνατη, η ασάφεια των ρυθμίσεων θα λειτουργήσει εις βάρος της. Μια τέτοια ρύθμιση θέτει ερωτηματικό στην ίδια την επιβίωση, μαροχρόνια, των Ελλήνων στην Κύπρο.
Η αγγλοαμερικανική, «αυτοκρατορική» πίεση οδηγεί στην εμφάνιση τέτοιων αποτελεσμάτων, όχι μόνο εξαιτίας των δικών της επιδιώξεων, αλλά και του τρόπου που αποφεύγει να συγκροτηθεί το ελληνικό υποκείμενο, των προβλημάτων «δομής» του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας, της βαθειάς, πολύπλευρης, «εξάρτησης», χωρίς την οποία είναι αδύνατο να ερμηνευθεί το ελληνικό κρατικό, κοινωνικό, ιστορικό φαινόμενο. Βλέπουμε πάλι, στην περίπτωση της κυπριακής κεντροαριστεράς, να εμφανίζονται οι ίδιοι μηχανισμοί διάσπασης και αντιπαράθεσης ταυτοτήτων, που έχουν προηγηθεί όλων των μεγάλων καταστροφών του ελληνικού χώρου τους τελευταίους δύο αιώνες. (2) Η επικίνδυνη σύγχυση που καταδείξαμε ότι επικρατεί στην ηγεσία του ΑΚΕΛ (και όχι μόνο) γύρω από τα κορυφαία ζητήματα κρατικής συγκρότησης, εξουσίας και εθνικής ταυτότητας, σχέσεων Αριστεράς και 'Έθνους, εθνισμού, εθνικισμού και σωβινισμού, σύγχυση αναγκαία σε ένα αριστερό κόμμα που θέλει να συνεργασθεί, αλλά καθόλου χρήσιμη σε ένα κόμμα που θέλει να αντισταθεί στην «Ολοκληρωτική Αυτοκρατορία της Παγκοσμιοποίησης», επιτείνουν τον κίνδυνο «καταστροφικών», «χαοτικών» εξελίξεων, που δεν μπορεί να μείνουν περιορισμένες στην Κύπρο.
Η ελλαδική και κυπριακή Αριστερά, όπως και το ΠΑΣΟΚ άλλωστε, δεν δρουν στα πλαίσια μιας ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής, επιθετικής Ελλάδας, που θα όφειλαν να καταγγείλουν. Δρουν στα πλαίσια μιας χώρας που βρίσκεται, δυστυχώς, πάνω στον δρόμο κύριων στρατηγικών της Αυτοκρατορίας, που η άρχουσα τάξη της δεν θέλει να υπερασπίσει τα θεμιτά εθνικά συμφέροντά της, που υπόκειται στη γεωπολιτική πίεση της Τουρκίας. Η Τουρκία έδιωξε τους 'Έλληνες από τα εδάφη της, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Δεν εισέβαλε η Κύπρος στην Τουρκία, δεν έδιωξε η Ελλάδα τις μειονότητές της. Η εξίσωση επιτιθέμενου και αμυνόμενου, θύτη και θύματος, εν ονόματι της γενικής αποδοκιμασίας του εθνικισμού, δεν ωφελεί τη ειρήνη αλλά τη μόνιμη επιδίωξη του «αμερικανικού ιμπεριαλισμού», που κάποτε λέγαμε, να χαϊδεύει για να χρησιμοποιεί στη Μέση Ανατολή και την πρ. ΕΣΣΔ τον τουρκικό επεκτατισμό, η μεγάλη τη μικρή αυτοκρατορία. Αυτή δεν μπορεί όμως να είναι πολιτική της Αριστεράς, αυτή είναι η πολιτική της ατλαντικής Δεξιάς, που χρειάζεται αριστερούς Συμμάχους να την εκδώσουν πιστοποιητικό προοδευτικότητας. Αν το κάνουν θα είναι και η τελευταία τους υπηρεσία. Ούτε βέβαια η ελληνική κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα, πιο προοδευτικά τα προβλήματά της, σε συνθήκες μεγαλύτερης εξάρτησης και υποτέλειας, ενδιαφερόμενη τάχα μου για την αφηρημένη, καθαρά «ταξική» όψη των συγκρούσεων, αδιαφορώντας για το περιβάλλον της χώρας, εκλαμβάνοντας τις ιδεολογίες που παράγει η σύγκρουση ως αιτία της και κάνοντας ότι δεν βλέπει τον στρατιωτικό μηχανισμό που παρατάσσεται απέναντι στη χώρα, από τη Θράκη έως νοτίως της Κύπρου. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μακροχρόνια παρακμή την αριστερά. Χημικά καθαρές, «ταξικές» συγκρούσεις δεν υπάρχουν πουθενά, ζούμε σε έναν βαθιά ιεραρχημένο και πολλαπλά δομημένο κόσμο. Η Αριστερά χρειάζεται την Ελλάδα και η Ελλάδα την Αριστερά της, μιαν Αριστερά όμως που να ενσαρκώνει τις ισχυρές ανεξαρτησιακές παραδόσεις των Ελλήνων, πρωτοπόρο στην υπεράσπιση του Έθνους της, για να μπορεί και να τον συγκρατεί όταν πάει να περάσει από τον εθνισμό στον εθνικισμό, από τον εθνικισμό στον σωβινισμό.
Η έως τώρα εμπειρία από τις πολιτικές εξελίξεις στο νησί μετά τη διάσπαση της συγκυβέρνησης επιβεβαιώνει την ορθότητα αυτής της διάγνωσης, ότι είναι δηλαδή στη Θέση και όχι στην Πρόθεση των πρωταγωνιστών η δυνατότητα καταστροφικής εξέλιξης, κάτι που την καθιστά πολύ πιο απειλητική. Από την ίδια την ανάγκη της προεκλογικής εκστρατείας της, η ηγεσία του ΑΚΕΛ απευθύνεται όλο και περισσότερο στους οπαδούς του «Ναι» στο δημοψήφισμα και τείνει να ευθυγραμμισθεί με την αγγλοαμερικανική πίεση και τη δομή επιχειρημάτων της «διεθνούς κοινότητας», μετασχηματίζοντάς την ιδεολογικά σε ανάγκη επείγουσας «λύσης του κυπριακού». Μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού σε Κύπρο και Ελλάδα γύρισε τώρα το κεφάλι προς τα μέσα, δεν αγωνίζεται με μέτωπο τις εξωτερικές δυνάμεις, του «αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού», στη μέχρι πρότινος χρησιμοποιούμενη και πολυ εύλογα πλέον εγκαταλειφθείσα ορολογία της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Αλλά προσπαθεί να οικοδομήσει τη πολιτική και ιδεολογική βάση όχι ενός συμβιβασμού, αλλά μιας συνθηκολόγησης, γεγονός που δεν θέτει σε κίνδυνο την α' ή β΄ δυνατή λύση του κυπριακού, αλλά την ασφάλεια, κυριαρχία και ελευθερία των Ελλήνων νοτίως της πράσινης γραμμής. Μετά από μια ενδεχόμενη νίκη του, ο Δημήτρης Χριστόφιας, που δεν αναγνωρίζει καν, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του, το διακύβευμα, θα πιεσθεί αφόρητα να επαναφέρει γρήγορα το Σχέδιο Ανάν, ανεξαρτήτως της ονομασίας του, εκμεταλλευόμενος την αποθάρρυνση που λογικά θα επικρατήσει τότε ακριβώς μεταξύ των οπαδών του Προέδρου Παπαδόπουλου.
Είναι τελείως επιτακτική ανάγκη, ζήτημα εθνικής ασφάλειας, η αποκατάσταση της λαϊκής ενότητας γύρω από το 'Οχι του 2004, η αποκατάσταση πολιτικών συνθηκών που θα επιτρέψουν στον κυπριακό λαο να υπερασπιστεί το κράτος του, η επιβεβαίωση στις προεδρικές εκλογές της ανάγκης να προτατευθεί ο πυρήνας της εξουσίας του κυπριακού κράτους. Χρειάζεται να συνεηδητοποιηθεί και να ανακοπεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των προσεχών εκλογών, η καταστροφική εξέλιξη που έχει ήδη ξεκινήσει.
Γενικότερα, η ελληνική πολιτική τάξη, στην Ελλάδα και την Κύπρο, πρέπει να συνειδητοποιήσει τον δυναμικό χαρακτήρα της φάσης στην οποία μπήκαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό, των πλεονεκτημάτων που έχει σήμερα η χώρα εν σχέσει με το παρελθόν και του ότι μια πιο ανεξάρτητη πολιτική είναι ενδεχομένως πιο εύκολη σήμερα, λόγω των προβλημάτων της «Αυτοκρατορίας» διεθνώς, από ότι ήταν στους μεγάλους κύκλους αγγλικής και αμερικανικής ηγεμονίας του 19ου και του 20ού αιώνα. Ενστικτωδώς το αντελήφθησαν εξάλλου και η Αθήνα και η Λευκωσία, αποφασίζοντας τη σύναψη πολύ στενότερων σχέσεων με την αναδυόμενη πάλι Ρωσία του Πούτιν.
Από τον τρόπο που θα τοποθετηθούν απέναντι στα διακυβεύματα οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο θα κριθεί ενδεχομένως το μέλλον τους για δεκαετίες. Η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο ζήτημα του έθνους ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας σε όλη τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Υπάρχουν άλλωστε υπόγειες, «δομικές» σχέσεις ανάμεσα στις πολύ διαφορετικών μορφών κρίσεις στις δύο χώρες, την «εσωτερική» μορφή που παίρνει η συστημική κρίση στην Ελλάδα, την «εξωτερική» που παίρνει στην Κύπρο.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει πάντως άλλη διέξοδο από το να προσπαθήσει να γίνει υποκείμενο και στα εσωτερικά της προβλήματα και διεθνώς. Το ένα είναι προϋπόθεση για το άλλο και δεν πρέπει να αντιπαρατίθενται αλλά να συνδυάζονται οι προσπάθειες αυτές. Ο ελληνικός χώρος (Ελλάδα-Κύπρος) δεν θα μπορέσει να επιβιώσει πολύ, ούτε «εσωτερικά», ούτε «εξωτερικά» με τα σημερινά δεδομένα του, αν δεν προσπαθήσει να αλλάξει ριζικά. Το ελληνικό «σύστημά» ολόκληρο καταρρέει, όχι το ένα ή το άλλο κόμμα, η μια ή η άλλη πολιτική. Πρέπει να συνειδητοποιήσει έγκαιρα την απειλή και να τη μετατρέψει σε ευκαιρία. Δεν έχει άλλο δρόμο.
(συνεχίζεται)
*Απόσπασμα από τα τελικά συμπεράσματα του νέου βιβλίου του Δ. Κωνσταντακόπουλου, Η Κύπρος σε παγίδα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το Σχέδιο Ανάν εκφράζει την πάγια πολιτική της Αυτοκρατορίας που ποτέ δεν ανέχθηκε την ανεξαρτησία της Κύπρου και της Ελλάδας (βλ. παράρτημα 1) (1). Υλοποιεί την ιδέα περί Δικτατορίας του ναζιστή Καρλ Σμιτ, Δικτατορίας του (Αγγλοαμερικανού) Κυρίαρχου, του «Κράτους των Τριων Ξένων Δικαστών και των Τριών Ξένων Στρατών». Επειδή όμως το πολίτευμα της ίδιας της Αυτοκρατορίας είναι ακόμη δημοκρατικό, δεν μπορεί η ίδια να προτείνει κάτι τέτοιο, για λόγους σεβασμού της ίδιας της δικής της δομής, δεν μπορεί απερίφραστα να υιοθετήσει την συνεπή προς τον εαυτό της ιδεολογία του Σμιτ. Ανήκει στους εκπροσώπους των Ραγιάδων η αμφίβολη τιμή να προτείνουν τέτοια πράγματα (το έκανε το 1973 ο Ευάγγελος Αβέρωφ με τους τρεις ξένους σοφούς στους οποίους πρότεινε να δοθεί η Κύπρος, και μάλιστα με τις ίδιες διαδικασίες επιδιατησίας και ασφυκτικών, «βιαστικών» χρονοδιαγραμμάτων και δημοψηφισμάτων που ανακάλυψε πολύ αργότερα ο Ανάν, το έκαναν οι διαπραγματευτές Αθήνας και Λευκωσίας το 2000-02, που εισήγαγαν, με δική τους πρωτοβουλία, τα εξωφρενικά δικαιώματα του Ανώτατου Δικαστηρίου και των τριών ξένων δικαστών του και χάρηκαν μάλιστα γιατί έγιναν αποδεκτές οι προτάσεις τους! Αυτή είναι η τυπική εικόνα του Μεσαίωνα, αλίμονο, αρκετά συχνή και για τη σχέση του πολιτικού προσωπικού της νεώτερης Ελλάδας έναντι του Δυτικού Επικυρίαρχου, η εικόνα δηλαδή του υποτελούς που εμφανίζεται ενώπιον του Δεσπότη, υποκλίνεται, τίθεται υπό την απόλυτο εξουσία του και ελπίζει στο Έλεός του).
Η μετατροπή της πλειοψηφίας σε μειοψηφία στα όργανα αποφάσεων, ο κεντρικός μετασχηματισμός δηλαδή που επιφέρει το Σχέδιο Ανάν στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο, δεν καταλύει απλώς την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά εισάγει μια κατάσταση παραλογισμού, αδικίας και ασάφειας στο νομικό καθεστώς του νησιού, τον μηχανισμό δηλαδή που επιτρέπει την εξαπόλυση μιας εθνοτικής διαμάχης τύπου Βοσνίας ή Κοσόβου, όπως οι συμφωνίες του 1960 ενέγραφαν στις νομικές πρόνοιές τους ως δυνατότητα τις διακοινοτικές του 1964 και την εισβολή του 1974. Επειδή η ελληνική πλευρά, και όχι η τουρκοκυπριακή, είναι η πραγματικά πιο αδύνατη, η ασάφεια των ρυθμίσεων θα λειτουργήσει εις βάρος της. Μια τέτοια ρύθμιση θέτει ερωτηματικό στην ίδια την επιβίωση, μαροχρόνια, των Ελλήνων στην Κύπρο.
Η αγγλοαμερικανική, «αυτοκρατορική» πίεση οδηγεί στην εμφάνιση τέτοιων αποτελεσμάτων, όχι μόνο εξαιτίας των δικών της επιδιώξεων, αλλά και του τρόπου που αποφεύγει να συγκροτηθεί το ελληνικό υποκείμενο, των προβλημάτων «δομής» του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας, της βαθειάς, πολύπλευρης, «εξάρτησης», χωρίς την οποία είναι αδύνατο να ερμηνευθεί το ελληνικό κρατικό, κοινωνικό, ιστορικό φαινόμενο. Βλέπουμε πάλι, στην περίπτωση της κυπριακής κεντροαριστεράς, να εμφανίζονται οι ίδιοι μηχανισμοί διάσπασης και αντιπαράθεσης ταυτοτήτων, που έχουν προηγηθεί όλων των μεγάλων καταστροφών του ελληνικού χώρου τους τελευταίους δύο αιώνες. (2) Η επικίνδυνη σύγχυση που καταδείξαμε ότι επικρατεί στην ηγεσία του ΑΚΕΛ (και όχι μόνο) γύρω από τα κορυφαία ζητήματα κρατικής συγκρότησης, εξουσίας και εθνικής ταυτότητας, σχέσεων Αριστεράς και 'Έθνους, εθνισμού, εθνικισμού και σωβινισμού, σύγχυση αναγκαία σε ένα αριστερό κόμμα που θέλει να συνεργασθεί, αλλά καθόλου χρήσιμη σε ένα κόμμα που θέλει να αντισταθεί στην «Ολοκληρωτική Αυτοκρατορία της Παγκοσμιοποίησης», επιτείνουν τον κίνδυνο «καταστροφικών», «χαοτικών» εξελίξεων, που δεν μπορεί να μείνουν περιορισμένες στην Κύπρο.
Η ελλαδική και κυπριακή Αριστερά, όπως και το ΠΑΣΟΚ άλλωστε, δεν δρουν στα πλαίσια μιας ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής, επιθετικής Ελλάδας, που θα όφειλαν να καταγγείλουν. Δρουν στα πλαίσια μιας χώρας που βρίσκεται, δυστυχώς, πάνω στον δρόμο κύριων στρατηγικών της Αυτοκρατορίας, που η άρχουσα τάξη της δεν θέλει να υπερασπίσει τα θεμιτά εθνικά συμφέροντά της, που υπόκειται στη γεωπολιτική πίεση της Τουρκίας. Η Τουρκία έδιωξε τους 'Έλληνες από τα εδάφη της, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Δεν εισέβαλε η Κύπρος στην Τουρκία, δεν έδιωξε η Ελλάδα τις μειονότητές της. Η εξίσωση επιτιθέμενου και αμυνόμενου, θύτη και θύματος, εν ονόματι της γενικής αποδοκιμασίας του εθνικισμού, δεν ωφελεί τη ειρήνη αλλά τη μόνιμη επιδίωξη του «αμερικανικού ιμπεριαλισμού», που κάποτε λέγαμε, να χαϊδεύει για να χρησιμοποιεί στη Μέση Ανατολή και την πρ. ΕΣΣΔ τον τουρκικό επεκτατισμό, η μεγάλη τη μικρή αυτοκρατορία. Αυτή δεν μπορεί όμως να είναι πολιτική της Αριστεράς, αυτή είναι η πολιτική της ατλαντικής Δεξιάς, που χρειάζεται αριστερούς Συμμάχους να την εκδώσουν πιστοποιητικό προοδευτικότητας. Αν το κάνουν θα είναι και η τελευταία τους υπηρεσία. Ούτε βέβαια η ελληνική κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα, πιο προοδευτικά τα προβλήματά της, σε συνθήκες μεγαλύτερης εξάρτησης και υποτέλειας, ενδιαφερόμενη τάχα μου για την αφηρημένη, καθαρά «ταξική» όψη των συγκρούσεων, αδιαφορώντας για το περιβάλλον της χώρας, εκλαμβάνοντας τις ιδεολογίες που παράγει η σύγκρουση ως αιτία της και κάνοντας ότι δεν βλέπει τον στρατιωτικό μηχανισμό που παρατάσσεται απέναντι στη χώρα, από τη Θράκη έως νοτίως της Κύπρου. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μακροχρόνια παρακμή την αριστερά. Χημικά καθαρές, «ταξικές» συγκρούσεις δεν υπάρχουν πουθενά, ζούμε σε έναν βαθιά ιεραρχημένο και πολλαπλά δομημένο κόσμο. Η Αριστερά χρειάζεται την Ελλάδα και η Ελλάδα την Αριστερά της, μιαν Αριστερά όμως που να ενσαρκώνει τις ισχυρές ανεξαρτησιακές παραδόσεις των Ελλήνων, πρωτοπόρο στην υπεράσπιση του Έθνους της, για να μπορεί και να τον συγκρατεί όταν πάει να περάσει από τον εθνισμό στον εθνικισμό, από τον εθνικισμό στον σωβινισμό.
Η έως τώρα εμπειρία από τις πολιτικές εξελίξεις στο νησί μετά τη διάσπαση της συγκυβέρνησης επιβεβαιώνει την ορθότητα αυτής της διάγνωσης, ότι είναι δηλαδή στη Θέση και όχι στην Πρόθεση των πρωταγωνιστών η δυνατότητα καταστροφικής εξέλιξης, κάτι που την καθιστά πολύ πιο απειλητική. Από την ίδια την ανάγκη της προεκλογικής εκστρατείας της, η ηγεσία του ΑΚΕΛ απευθύνεται όλο και περισσότερο στους οπαδούς του «Ναι» στο δημοψήφισμα και τείνει να ευθυγραμμισθεί με την αγγλοαμερικανική πίεση και τη δομή επιχειρημάτων της «διεθνούς κοινότητας», μετασχηματίζοντάς την ιδεολογικά σε ανάγκη επείγουσας «λύσης του κυπριακού». Μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού σε Κύπρο και Ελλάδα γύρισε τώρα το κεφάλι προς τα μέσα, δεν αγωνίζεται με μέτωπο τις εξωτερικές δυνάμεις, του «αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού», στη μέχρι πρότινος χρησιμοποιούμενη και πολυ εύλογα πλέον εγκαταλειφθείσα ορολογία της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Αλλά προσπαθεί να οικοδομήσει τη πολιτική και ιδεολογική βάση όχι ενός συμβιβασμού, αλλά μιας συνθηκολόγησης, γεγονός που δεν θέτει σε κίνδυνο την α' ή β΄ δυνατή λύση του κυπριακού, αλλά την ασφάλεια, κυριαρχία και ελευθερία των Ελλήνων νοτίως της πράσινης γραμμής. Μετά από μια ενδεχόμενη νίκη του, ο Δημήτρης Χριστόφιας, που δεν αναγνωρίζει καν, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του, το διακύβευμα, θα πιεσθεί αφόρητα να επαναφέρει γρήγορα το Σχέδιο Ανάν, ανεξαρτήτως της ονομασίας του, εκμεταλλευόμενος την αποθάρρυνση που λογικά θα επικρατήσει τότε ακριβώς μεταξύ των οπαδών του Προέδρου Παπαδόπουλου.
Είναι τελείως επιτακτική ανάγκη, ζήτημα εθνικής ασφάλειας, η αποκατάσταση της λαϊκής ενότητας γύρω από το 'Οχι του 2004, η αποκατάσταση πολιτικών συνθηκών που θα επιτρέψουν στον κυπριακό λαο να υπερασπιστεί το κράτος του, η επιβεβαίωση στις προεδρικές εκλογές της ανάγκης να προτατευθεί ο πυρήνας της εξουσίας του κυπριακού κράτους. Χρειάζεται να συνεηδητοποιηθεί και να ανακοπεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των προσεχών εκλογών, η καταστροφική εξέλιξη που έχει ήδη ξεκινήσει.
Γενικότερα, η ελληνική πολιτική τάξη, στην Ελλάδα και την Κύπρο, πρέπει να συνειδητοποιήσει τον δυναμικό χαρακτήρα της φάσης στην οποία μπήκαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό, των πλεονεκτημάτων που έχει σήμερα η χώρα εν σχέσει με το παρελθόν και του ότι μια πιο ανεξάρτητη πολιτική είναι ενδεχομένως πιο εύκολη σήμερα, λόγω των προβλημάτων της «Αυτοκρατορίας» διεθνώς, από ότι ήταν στους μεγάλους κύκλους αγγλικής και αμερικανικής ηγεμονίας του 19ου και του 20ού αιώνα. Ενστικτωδώς το αντελήφθησαν εξάλλου και η Αθήνα και η Λευκωσία, αποφασίζοντας τη σύναψη πολύ στενότερων σχέσεων με την αναδυόμενη πάλι Ρωσία του Πούτιν.
Από τον τρόπο που θα τοποθετηθούν απέναντι στα διακυβεύματα οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο θα κριθεί ενδεχομένως το μέλλον τους για δεκαετίες. Η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο ζήτημα του έθνους ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας σε όλη τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Υπάρχουν άλλωστε υπόγειες, «δομικές» σχέσεις ανάμεσα στις πολύ διαφορετικών μορφών κρίσεις στις δύο χώρες, την «εσωτερική» μορφή που παίρνει η συστημική κρίση στην Ελλάδα, την «εξωτερική» που παίρνει στην Κύπρο.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει πάντως άλλη διέξοδο από το να προσπαθήσει να γίνει υποκείμενο και στα εσωτερικά της προβλήματα και διεθνώς. Το ένα είναι προϋπόθεση για το άλλο και δεν πρέπει να αντιπαρατίθενται αλλά να συνδυάζονται οι προσπάθειες αυτές. Ο ελληνικός χώρος (Ελλάδα-Κύπρος) δεν θα μπορέσει να επιβιώσει πολύ, ούτε «εσωτερικά», ούτε «εξωτερικά» με τα σημερινά δεδομένα του, αν δεν προσπαθήσει να αλλάξει ριζικά. Το ελληνικό «σύστημά» ολόκληρο καταρρέει, όχι το ένα ή το άλλο κόμμα, η μια ή η άλλη πολιτική. Πρέπει να συνειδητοποιήσει έγκαιρα την απειλή και να τη μετατρέψει σε ευκαιρία. Δεν έχει άλλο δρόμο.
(συνεχίζεται)
*Απόσπασμα από τα τελικά συμπεράσματα του νέου βιβλίου του Δ. Κωνσταντακόπουλου, Η Κύπρος σε παγίδα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου